- μετατρέφω
- μετατρέφω,A bring up among, in [voice] Pass., τισι A.R.1.198, 2.1234.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μετατρέφω — (Α) ανατρέφω κάποιον μεταξύ άλλων («μετετράφη Αἰτωλοῑσι», Απολλ. Ρόδ.) … Dictionary of Greek